Η χλωρίδα τη Κύπρου θα πρέπει να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια της μακρόχρονης ιστορίας της που αρχίζει από τη Νεολιθική εποχή (8200 π.Χ.) και συνεχίζεται με τη συνεχή και αδιάκοπη εκκοπή των δασών για γεωργικούς σκοπούς ή για την εκκαμίνευση των μεταλλευμάτων (χαλκού, αργύρου, χρυσού) ή ακόμα για την κατασκευή στόλου.

Ο Στράβων, που στηρίζεται στον Ερατοσθένη, μας πληροφορεί πως στο παρελθόν ακόμα και οι πεδιάδες ήταν καλυμμένες με δάση, τα οποία οι βασιλείς, τον παλιό καιρό, παραχωρούσαν σε ιδιώτες για εκμετάλλευση και μετατροπή τους σε καλλιεργήσιμη γη.  Ωστόσο, ο ίδιος σημειώνει, πως η χρήση σημαντικής ξυλείας για την εκκαμίνευση χαλκού και αργύρου και για την κατασκευή στόλου ήταν επιπρόσθετος λόγος αποψίλωσης των τότε πυκνών δασών που κάλυπταν ολόκληρη την Κύπρο.

Η θαλασσοκρατία των Κυπρίων στα παλιά χρόνια, η κατασκευή μεγάλου στόλου για την εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδας, η κατασκευή στόλου για την πολιορκία της Τύρου από τον Μεγάλο Αλέξανδρο, η χρήση της ξυλείας από του Φοίνικες και τους Ρωμαίους για την επεξεργασία του χαλκού και την κατασκευή χάλκινων εργαλείων, όπλων και αγγείων και στη συνέχεια η χρήση κυπριακής ξυλείας από τους Ενετούς για την κατασκευή του στόλου τους και των μεγαλόπρεπων κτιρίων και φρουρίων τους είναι μόνο μερικά παραδείγματα της συνεχούς και ανελέητης αποψίλωσης που υπέστηκαν τα δάση της Κύπρου.

Οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τη χλωρίδα της Κύπρου είναι το κλίμα, το έδαφος, το νερό, το ανάγλυφο και ιδιαίτερα οι ανθρώπινες επεμβάσεις.  Όπως έχει ήδη αναλυθεί, η Κύπρος χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία εδαφών, μικροκλιματολογικών διαφορών, άνιση κατανομή βροχόπτωσης μεταξύ πεδιάδων και ορεινών εκτάσεων και τεράστια τοπογραφική ανομοιογένεια. Η κυπριακή χλωρίδα περιέχει σημαντικό αριθμό σπάνιων ειδών που ευδοκιμούν αποκλειστικά στην Κύπρο, τα λεγόμενα ενδημικά φυτά.

Επειδή οι γεωγράφοι συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη της φυτογεωγραφίας, ιδιαίτερα στην ταξινόμηση της βλάστησης και την παραγωγή χαρτών βλάστηση, κάτι που αναγνωρίζεται και από τους βοτανολόγους και εφόσον η γεωγραφική επιστήμη καταπιάνεται περισσότερο με τον χώρο και τη χωρική κατανομή της βλάστησης, η εξέταση της κυπριακής χλωρίδας, στην παρούσα μελέτη δε θα γίνει σύμφωνα με τη μορφή που παρουσιάζουν τα φυτά (ξηρόφυτα, γεώφυτα, τριχωτά κτλ.), αλλά με βάση τον τόπο και το είδος της βλάστησης. Έτσι η χλωρίδα της Κύπρου είναι δυνατό να υποδιαιρεθεί στις ακόλουθες κατηγορίες:

Θαλάσσιες φυτικές κοινότητες, παρόχθιες φυτικές κοινότητες, παράλιες φυτικές κοινότητες, εισηγμένη μεσογειακή αυστραλιανή χλωρίδα του ευκαλύπτου, παραλιμναίες κοινότητες, υγροβιότοποι με καλαμιώνες ή καλαμιές, δάση (μικτά αειθαλή δάση, ακακίες σε αναδασωμένες εκτάσεις, αγριελιές), θαμνώδης βλάστηση (μακί, γκαρίκα, φρύγανα), ποές, αιωνόβια δέντρα και ενδημικά φυτά, αρωματικά φυτά, αναρριχητικά, αυτοφυή είδη δέντρων, θάμνων και πολυετών ξυλωδών φυτών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καλλωπιστικά.

Από τη Σειρά «Σύγχρονη Γεωγραφία της Κύπρου», Φυσική Γεωγραφία της Κύπρου – Τόμος 1

Η παρουσία ορισμένων τάξεων ζώων σε μια περιοχή οδήγησε τους ζωογεωγράφους στην υποδιαίρεση της γης σε περιοχές πανίδας που, στην ουσία, δε διαφέρουν πολύ από τις περιοχές χλωρίδας.  Έτσι, η γη υποδιαιρέθηκε στις ακόλουθες οκτώ ζωογεωγραφικές περιοχές: παλαιοαρκτική, αιθιοπική, ανατολική, αυστραλιανή, νεοαρκτική, νεοτροπική, αρκτική και ανταρκτική.  Ο χωρισμός αυτός αφορά στα χερσαία ζώα  και ιδιαίτερα τα θηλαστικά, ενώ υπάρχει και στις θαλάσσιες περιοχές πανίδα με τους θαλάσσιους ζωοργανισμούς.  Η Κύπρος ανήκει στην παλαιοαρκτική ζώνη που κατά ένα πρόχειρο τρόπο περιλαμβάνει την Ευρώπη, την βόρεια Αφρική και τη βόρεια Ασία.

Παρά την ποικιλία και την ιδιοτυπία της η κυπριακή πανίδα δε μελετήθηκε επαρκώς μέχρι τώρα. Εξάλλου, η στενότητα του γεωγραφικού χώρου, οι συχνές εκχερσώσεις του εδάφους, οι άλλες ανθρώπινες επεμβάσεις, καθώς και ποικίλοι άλλοι παράγοντες συμβάλλουν στην σταδιακή ελάττωση πολλών ειδών της κυπριακής πανίδας.  Κυρίαρχη θέση μεταξύ της κυπριακής πανίδας κατέχει η ήμερη πανίδα, όπως είναι τα αιγοπρόβατα, οι αγελάδες και τα μοσχάρια, οι χοίροι, οι όνοι, οι ημίονοι και τα άλογα, τα πουλερικά, οι σκύλοι, οι γάτες κτλ.

Πανίδα των περασμένων εποχών

Αρκετά είδη της κυπριακής πανίδας συνεχίζουν να βρίσκονται στο ίδιο περιβάλλον από παλιές ιστορικές περιόδους, ενώ άλλα έχουν εξαφανιστεί. Ο Κυπριανός μνημονεύει μεταξύ άλλων ζώων της Κύπρου και τα «αγρίμια, τους αγριόχοιρους, τα αγριόβουδα και τα αγριογούρουνα, κυρίως στα δάση του Ακάμα και της Καρπασίας». Αναφέρει επίσης «την αλώπεκα, εξής γίνεται καλή γούννα». Ο Κυπριανός ακόμα αναφέρει αετούς, γεράκια, και φαλκώνια που «κάθε χρόνον εξ αυτών στέλλονται εις Κωνσταντινούπολιν των μεγάλων Τούρκων, αγριεύονται εις τους κρημνούς του Ακρωτηρίου της Λεμεσού». Μεταξύ των ήμερων ζώων, εκτός από τα βόδια, ο Κυπριανός περιλαμβάνει και «ολίγα βουβάλια».

Ο Μαρίτι αφιέρωσε τέσσερις περίπου σελίδες στην κυπριακή «κουφή», σημειώνοντας ταυτόχρονα κι ένα άλλο είδος έχιδνας που φέρει κέρατα (κεράστης).

Ο Μας Λατρί μνημονεύει τις «απειράριθμες καμήλες που χρησιμοποιούνται για μεταφορές». Αναφέρεται ακόμα στις «δορκάδες», τους αγριόχοιρους, τ’ αγρινά και τ’ αγριογούρουνα στα δάση του Ολύμπου και τις λόχμες της Καρπασίας και του Ακάμα.

Στο νησί γράφει ο Τσέχος περιηγητής του 15ου αιώνα Jan Hasisteinsky «υπάρχει άφθονο κυνήγι: ελάφια, αγριογούρουνα, αγριοκάτσικα, λαγοί και αγρινά. Υπάρχουν όμως και κάμποσα φίδια φαρμακερά». Ο συμπατριώτης του Oldrih Prefat επαναλαμβάνει περίπου τα ίδια για το 16ο αιώνα, σημειώνοντας πως «στην Κύπρο υπάρχουν πολλά ελάφια, γαζέλες και διάφορα άλλα ζώα για κυνήγι».

Τα αγριόβοδα, όπως αναφέρεται από τον Guadry, επέζησαν μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, τουλάχιστον στη χερσόνησο του Ακάμα. Ο Ε. Φραγκούδης κατά το τέλος του 19ου αιώνα σημειώνει πως οι «βούβαλοι εξέλιπον τέλεον… Δορκάδες και σύναγροι δεν υπάρχουσι πλέον εν Κύπρω. Τινές μούσμονες ευρίσκονται εισέτε εν τη κοιλάδι του Ολύμπου».

Από τη Σειρά «Σύγχρονη Γεωγραφία της Κύπρου», Φυσική Γεωγραφία της Κύπρου – Τόμος 1

Η επιστήμη της Γεωγραφίας χρησιμοποιεί τον όρο «γεωγραφική περιφέρεια», που υποδηλεί έκταση γης με ομοιομορφία.

H ομοιομορφία στο χώρο είτε είναι φυσική είτε  προέρχεται από ανθρωπογενείς παράγοντες ή και τα δύο.  Βέβαια η ταυτόχρονη φυσική και ανθρώπινη ομοιομορφία είναι η ιδανική κατάσταση. Πολλές φορές αυτό είναι εφικτό, γιατί οι ίδιοι οι φυσικοί παράγοντες συχνά διαμορφώνουν το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο. Αν πάρουμε, για παράδειγμα, την περιοχή των Κοκκινοχωριών, το ανάγλυφο δε διαφέρει απ’ εκείνο της Μεσαορίας, όμως η ύπαρξη του υδροφόρου στρώματος συνέβαλε στην ανόρυξη γεωτρήσεων που μετέτρεψε την περιοχή σε αρδευόμενη και αργότερα παραγωγική στην πατάτα, κάτι που δε συναντά ένας στην πραγματική Μεσαορία.

Θα πρέπει επίσης αναφερθεί πως οι γεωγραφικές περιφέρειες δεν είναι στατικές εκτός αν τα κριτήρια του καθορισμού τους είναι φυσικά.  Το κυπριακό τοπίο δέχεται συνεχώς ανθρώπινες επιδράσεις που αναπόφευκτα τροποποιούν τα σύνορα. Κατασκευάζονται φράγματα που αυξάνουν τις αρδεύσεις και επεκτείνονται ειδικές καλλιέργειες που αλλοιώνουν τις περιφέρειες. Μερικές περιφέρειες αστικοποιούνται, τουριστικοποιούνται, βιομηχανοποιούνται κτλ. Για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1960 τα χωριά Κισσόνεργα και Πέγεια, στην επαρχία Πάφου, ήταν κατάξερα, σήμερα έχουν γίνει αρδευόμενα με αποτέλεσμα η βλάστηση των μπανανιών, των επιτραπέζιων σταφυλιών, των εσπεριδοειδών και άλλων αρδευόμενων καλλιεργειών να έχει επεκταθεί από τα Κούκλια μέχρι το νησάκι του Αγίου Γεωργίου της Πέγειας.  Κι εκεί που δε μπορούσαν τα χωριά αυτά, αυστηρά κρίνοντας, να περιληφθούν στην περιφέρεια της πεδιάδας Πάφου αλλά αποτελούσαν υποπεριφέρεια, μια και ήταν ξηρικά και διέφεραν των υπολοίπων, σήμερα αποτελούνται από ομοιόμορφα στοιχεία, όπως και τα υπόλοιπα χωριά του κάμπου της Πάφου.

Στην Κύπρο οι γεωγράφοι χρωστούν ευγνωμοσύνη στον ίδιο τον κυπριακό λαό, που με την πείρα και την ευθυκρισία του πρώτος καθόρισε τις γεωγραφικές περιφέρειες, όπως τη Μαραθάσα, τη Σολιά, την Πιτσιλιά, τα Κοκκινοχώρια, τη Μεσαορία, τα Αμπελοχώρια, την Καρπασία, τον Ακάμα κ.τ.λ.. Χωρίς  γεωγραφική ή άλλην επιστημονική κατάρτιση ο κυπριακός λαός καθόρισε με ευκρινή σύνορα τις γεωγραφικές περιφέρειες, σε σημείο που εμείς σήμερα να τις βρίσκουμε έτοιμες.  Ο κυπριακός λαός με κριτήρια τα εδάφη τέρρρα ρόζα και την καλλιέργεια της πατάτας καθόρισε τα Κοκκινοχώρια στο νοτιοανατολικό τμήμα της Κύπρου.  Την κοιλάδα στις όχθες του Καρκώτη την ονόμασε Σολιά. Παίρνοντας ως σύνορα το δάσος Αδελφοί στα βόρεια, το δάσος Τροόδους στα δυτικά, το δάσος Μαχαιρά στ’ ανατολικά το δάσος της Λεμεσού στα νότια  δημιουργήθηκε η περιφέρεια της Πιτσιλιάς. Ακάμας είναι το δάσος Ακάμα με πολύ ευδιάκριτα σύνορα. Η Μαραθάσα είναι η κοιλάδα κατά μήκος του Σέτραχου αλλά και του άνω μέρους της κοιλάδας του Διαρίζου.  Αυτό το κομμάτι της κοιλάδας του Διαρίζου ο γεωγράφος ίσως να μην το περιλάμβανε στον καθορισμό της γεωγραφικής περιφέρειας. Κι όμως δικαιολογημένα αυτό το άνω μέρος του Διαρίζου ανάμεσα σε δάση και βουνά θα πρέπει να αποτελεί τμήμα της υπόλοιπης περιφέρειας.

Ο κάμπος της Μεσαορίας με το ανάγλυφο, τα προσχωσιγενή εδάφη και την καλλιέργεια των δημητριακών, από πολύ νωρίς καθορίστηκε με ευκρινή σύνορα, νότια του Πενταδακτύλου και βόρεια της λοφώδους περιφέρειας των κρητίδων και μαργών. Και τί θα πει ένας για την περιφέρεια των Αμπελοχωριών που υπήρξε μια ζωτική περιφέρεια με την καλλιέργεια των αμπελιών να συνιστά ένα πολύ σημαντικό μέρος του πολιτισμού μας; Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες περιοχές, όπως ο Πενταδάκτυλος, η Τιλλιρία, η πεδιάδα Πάφου, Λεμεσού, Κερύνειας, η Κεντρική Οροσειρά κτλ.

Ένα ερώτημα προβάλλει. Που είναι χρήσιμες οι γεωγραφικές περιφέρειες;

Από τη Σειρά «Σύγχρονη Γεωγραφία της Κύπρου», Γεωγραφικές Περιοχές Κύπρου – Τόμος 5

Το οροπέδιο της Λαόνας περιλαμβάνει τα χωριά Κάθικας, Πάνω και Κάτω Αρόδες, Ίνεια, Δρούσεια, Κρήτου Τέρα, Αντρολύκου και Φασλί, χωριά με απαράμιλλη γραφικότητα, φυσικό και πολιτισμικό πλούτο.

Έχει στα βορειοδυτικά του το παρθένο δάσος του Ακάμα, στα βόρεια την παραλιακή πεδιάδα της Χρυσοχούς, στα ανατολικά του τη δεντροφυτεμένη κοιλάδα της Χρυσοχούς και στα δυτικά το βόρειο τμήμα της παραλιακής πεδιάδας της Πάφου.

Ένας εσωτερικός ελικοειδής ασφαλτόστρωτος δρόμος, που όπως αναφέρεται σε ιστορικά κείμενα (βλέπε Jane Fejfer 1995, Ancient Akamas, σελίδα 103, «The ridgeway, road 12b near Inia»), μέρος του χρησιμοποιείτο από τους Ρωμαίους, ακολουθεί την κορυφογραμμή των χωριών Κάθηκας, Αρόδες, Ίνεια και Δρούσεια. Διανύοντας ο ταξιδιώτης τον δρόμο αυτό προς τα χωριά της Λαόνας, αντικρίζει ένα ιδιαίτερο τοπίο με αμπελώνες, μερικά ψυχανθή, αμυγδαλιές, χαρουπιές και ελιές. Συνυπάρχει η φυσική βλάστηση με τους αιωνόβιους τρέμιθους, στα πυκνά κλαδιά και τα φυλλώματα των οποίων κουρνιάζουν αρκετά ενδημικά και αποδημητικά πουλιά.

Παρόλο τον εκσυγχρονισμό της περιοχής με αυτάρκεις υποδομές και σύγχρονες οικοδομές, αγροτουριστικά καταλύματα, και εστιατόρια, η Λαόνα δεν έχει αλλοιώσει την ιδιοπροσωπία της ταυτότητάς της σε σχέση με άλλες αγροτικές περιοχές της χώρας μας. Οι παραδοσιακές οικίες, απομεινάρια των παλιών αυθεντικών σπιτιών της περιοχής με το δίχωρο, την καμάρα, τα βολίτζια, τον φούρνο στην αυλή κ.λπ., συνυπάρχουν με τα πλέον εκσυγχρονισμένα σημερινά οικοδομήματα. Συναντά κανείς ακόμα χωρικούς σε γαϊδούρια, τις παραδοσιακές εργασίες του τρύγου, την παρασκευή παλουζέ και σουτζούκου, τα έθιμα του Πάσχα και κοπάδια από αιγοπρόβατα να βόσκουν στους κάμπους της περιοχής.

Πλούσια η γεωμορφολογία και η γεωλογία του οικισμού, μ’ ένα ανάγλυφο διαμελισμένο από πολλά ρυάκια, λόφους, απότομες πλαγιές και κοιλάδες, αλλά και μια πλούσια γεωποικιλότητα από ασβεστόλιθους, ψαμμίτες, κρητίδες, μάργες, λάβες, σερπεντινίτες και πληθώρα άλλων αλλόχθονων πετρωμάτων του σχηματισμού των Μαμωνιών.

Παρότι το χωριό βρίσκεται στην κορυφογραμμή του οροπεδίου και η θέα είναι απερίσπαστη προς πολλές κατευθύνσεις, εντούτοις θα πρέπει ένας να ανεβεί στην ψηλότερη κορφή του ελκυστικού κωνικού λόφου, στα βορειοδυτικά του χωριού, του γνωστού ως «βουνί της Ίνειας», για να απολαύσει την απεριόριστη θέα προς την γύρω περιοχή. Ο υψιτενής λόφος με το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου αποτυπώνουν την κυρίαρχη όψη της περιοχής. Το «βουνί της Ίνειας» ή όπως είναι γνωστό, «το βουνί του Άη Γιωρκού», που αποτελείται από ιζηματογενή πετρώματα βαθέων υδάτων, όπως ραδιολαρίτες και πηλίτες, μέσα στα οποία επιχωριάζουν οι χαλαζιακοί ψαμμίτες, εκτείνεται σε ένα υψόμετρο 668 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και είναι το πιο ψηλό σημείο σε ολόκληρη τη χερσόνησο του Ακάμα.

Το εντυπωσιακότερο, ωστόσο, στοιχείο της περιοχής αυτής είναι οι επιβλητικοί βράχοι από χαλαζιακό ψαμμίτη, όπως η Κόννεφτη, η Γερακόπτερα και πολλά άλλα γεωμορφώματα, τα οποία συνθέτουν έναν σημαντικό βιότοπο πτηνοπανίδας.  Μέχρι το τέλος του περασμένου αιώνα, στα ιδιάζοντα αυτά γεωφυσικά σημεία υπήρχαν αγέλες από γύπες (Gyps fulvus), οι οποίες, δυστυχώς, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.  Σήμερα έχουν υποκατασταθεί από κορακοειδή, όπως κολιοί (corvus monedula), αγριοπερίστερα (columba livia), διάφορα αρπακτικά πτηνά, όπως πετρίτης (Falco peregrinus), κίτσης (falco tinnunculus), ανθρωποπούλι (tyto alba) κ.ά..  Τα πιο πάνω γεωμορφώματα αποτελούν σήμερα ίσως τον σημαντικότερο προορισμό των συστηματικών αθλητών ή θιασωτών ερασιτεχνών  της αναρρίχησης στην Κύπρο.

Σύμφωνα με τον Άγγλο George Jeffery, στο βιβλίο του A Description of the Historic Monuments of Cyprus (Περιγραφή των Ιστορικών Μνημείων της Κύπρου), 1918, στην τοποθεσία αυτή, ίσως να υπήρχε κάποιο παρατηρητήριο του 16ου αιώνα, αφού είναι πράγματι ιδεώδης ο τόπος για παρακολούθηση των ακτών.

Αυτό επιβεβαιώνεται και από αρκετούς αρχαίους χάρτες, όπως στον χάρτη του Ortelius «Cyprus Insula Nova Descript», Αμβέρσα 1573, τον χάρτη του Vincenzo Maria Coronelli, «Acamantis Insula, hoggidi Cipro», Βενετία,1689, κ.ά, όπου αναγράφεται ο οικισμός Igna (η σημερινή Ίνεια) και αριστερά η λέξη Quardia, που σημαίνει παρατηρητήριο. Μάλιστα, στους ανωτέρω χάρτες συμπεριλαμβάνεται οικισμός με το όνομα Ara, που παραπέμπει στη σημερινή Λάρα.

Aπό τον Οδηγό Περιδιαβάζοντας την Ίνεια και τις παραλίες της Λάρας.

Το βιβλίο είναι διαθέσιμο στο Μουσείο Χελώνας στο χωριό Ίνειας.

Με την κλιματική αλλαγή σε εξέλιξη, θα πρέπει να αναμένουμε περισσότερες πανδημίες στο μέλλον;
 

Μπορεί η τρέxoυσα πανδημία του Covid19 να μην συσχετίστηκε με την κλιματική αλλαγή, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, η επιστημονική κοινότητα παραδέχεται όμως, πως οι συνθήκες εμφάνισης και μετάδοσης πολλών ιών και νόσων δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από τις ραγδαίες κλιματικές, περιβαλλοντικές, δημογραφικές, κοινωνικές, και άλλες αλλαγές, των συνθηκών ζωής των πληθυσμών στη Γη και της παγκοσμιοποίησης.

Το φυσικό περιβάλλον και οι σχέσεις φύσης και κοινωνίας, αντικείμενο της επιστήμης της Γεωγραφίας, της επιστήμης του χώρου και χρόνου, αποτελούν βασικές παραμέτρους για τη μελέτη της εμφάνισης και εξάπλωσης μίας νόσου.

Οι επιδημίες έχουν τη δική τους γεωγραφία. Συσχετίζονται με τον γεωγραφικό χώρο στον οποίο εμφανίζονται, τις ζώνες κλίματος, την βιοποικιλότητα, τις συνθήκες διαβίωσης, τις ανθρώπινες δραστηριότητες κ.λπ.

Η τροπική ζώνη ήταν πάντοτε εστία εμφάνισης ενδημικών ιών, οι οποίες ευνοούνται από το θερμό και υγρό κλίμα και το τροπικό δάσος. Ασθένειες συσχετισμένες με το τροπικό κλίμα, είναι η ελονοσία και ο δάγκειος πυρετός, όπου η υπερβολική βροχόπτωση των μουσώνων και η υψηλή υγρασία ενισχύουν την αναπαραγωγή και επιβίωση των κουνουπιών κατά μήκος των ποταμών, η νόσος από τον ιό Ebola, η οποία πρωτοεμφανίστηκε κοντά στο τροπικό δάσος στην Κεντρική Αφρική, ο πυρετός της ρηξιγενούς Κοιλάδας (Rift) στην υποσαχάρια Αφρική, o ιός Zika στο τροπικό δάσος Zika της Ουγκάντα κ.ά.

Η κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, με τις μεταβολές που επιφέρουν στον γεωγραφικό χώρο και χρόνο, αλλάζουν την σύγχρονη Ιατρική Γεωγραφία.

Ο παγκόσμιος ιατρικός χάρτης περιλαμβάνει, πέραν των παραδοσιακών κλιματικών ζωνών και περιοχών, γνωστών για τις ενδημικές τους ασθένειες, νέες περιοχές, σε άλλοτε αφιλόξενα στην μετάδοση και επιβίωση ιών, γεωγραφικά πλάτη του πλανήτη.

Σήμερα πολλοί επιστήμονες αποδίδουν τη διασπορά ιών και την εξάπλωση επιδημιών στην κλιματική αλλαγή και στις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στη φύση, με τις πιο κάτω κύριες επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον.

  • Υπερθέρμανση του πλανήτη

Η αύξηση των θερμοκρασιών πυροδοτεί τις μεταναστεύσεις εντόμων και ζώων τα οποία, με την αύξηση της θερμοκρασίας, θα μετακινηθούν σε βορειότερα γεωγραφικά πλάτη, στα οποία θα συναντήσουν κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης. Σύμφωνα με μελέτες, πιστεύεται πως τα μολυσματικά κουνούπια που ευθύνονται για τις επιδημίες του Δάγκειου Πυρετού, του Zika και Chikungunya, στην Αφρική, θα μετακινηθούν έως και τα μέχρι σήμερα ψυχρά ηπειρωτικά κλίματα, μολύνοντας πληθυσμούς οι οποίοι δεν έχουν καν ανοσία σε τέτοιους ιούς.

Η υπερθέρμανση θα οδηγήσει επίσης πολλά είδη πτηνών, φορείς ιών, να τροποποιήσουν τις μεταναστευτικές τους οδούς και να κάνουν στάσεις σε ψυχρότερα κλίματα, όπου θα συναντήσουν διαφορετικά είδη για πιθανή αναπαραγωγή και στη συνέχεια, θα συμβάλουν στη δημιουργία νέων ιών παθογόνων για τον άνθρωπο.

Η εύκρατη ζώνη, στην οποία εμπίπτουμε κλιματικά, απειλείται από τις τροπικές επιδημίες, ως αποτέλεσμα των μετακινήσεων πληθυσμών, οι οποίες τροφοδοτούνται από τις αυξανόμενες θερμοκρασίες.

Ήδη ιός του Δυτικού Νείλου, έκανε την εμφάνισή του, το 1999, στη Νέα Υόρκη, μετά από μία παρατεταμένη περίοδο ψηλών θερμοκρασιών και βροχοπτώσεων.

Η άνοδος της θερμοκρασίας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν αλλάζουν μόνο την γεωγραφία των λοιμωδών νοσημάτων αλλά και την εποχικότητά τους. Το φαινόμενο El Niño πχ., το οποίο διαταράσσει τα καιρικά συστήματα της τροπικής ζώνης, στις περιόδους υψηλότερων από τις κανονικές βροχοπτώσεων, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της ελονοσίας.

  • Αποψίλωση των δασών και δασικές πυρκαγιές

Η αποψίλωση των δασών, προς όφελος των εντατικών μονοκαλλιεργειών, της εντατικής αναπαραγωγής και εμπορίας ζώων και οι συχνές πυρκαγιές, θα ωθήσουν πολλά είδη πανίδας να εγκαταλείψουν τους φυσικούς τους βιότοπους προς αναζήτηση νέων ενδιαιτημάτων σε κατοικημένες περιοχές, μεταφέροντας ιούς και συμβάλλοντας σε πανδημίες.

Λαμβάνοντας υπόψη πως το 70% των λοιμωδών ασθενειών προέρχεται από τα ζώα (νόσος των πουλερικών, Η1Ν1 ιός της γρίπης, SARS κ.λπ.), η μετακίνηση των ζώων τα φέρνει σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο. Επιπλέον, οι ανάγκες σίτισης των πληθυσμών, θα ωθήσει περισσότερους ανθρώπους στην κατανάλωση ζώων και στη μετάδοση μολυσματικών ασθενειών στον άνθρωπο.

Επιστήμονες πιστεύουν, πως η νόσος που προκλήθηκε από τον ιό Ebola και εμφανίστηκε το 2014 στην Δυτική Αφρική, οφείλεται στην αποψίλωση του τροπικού δάσους. Η βίαιη εισβολή του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον πολλών ζώων ανάγκασε την απομάκρυνση των νυχτερίδων από το φυσικό τους περιβάλλον, ενώ η κατανάλωσή τους επέτρεψε την μετάδοση του ιού στον άνθρωπο.

Σύμφωνα με μελέτες, πιστεύεται πως στην άγρια ​​πανίδα φιλοξενούνται περίπου 1,7 εκατομμύρια άγνωστοι προς τον άνθρωπο ιοί.

  • Ατμοσφαιρική ρύπανση

Ίσως η ατμοσφαιρική ρύπανση να πρέπει να θεωρείται μία τρέχουσα «πανδημία», αφού αρκετές ασθένειες, συνδέονται άμεσα με την ποιότητα του αέρα, του νερού, τη χημική ρύπανση κ.λπ. Η ατμοσφαιρική ρύπανση, που είναι κυρίως ανθρωπογενούς προέλευσης και οφείλεται κυρίως στη χρήση ορυκτών καυσίμων, του άνθρακα κ.λπ. προκαλεί, σύμφωνα με έρευνες, σοβαρό πρόβλημα στην υγεία των πληθυσμών και ενδεχόμενους θανάτους στις μεγάλες βιομηχανουπόλεις του κόσμου.

  • Περιβαλλοντική μετανάστευση και αστικοποίηση

Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η ξηρασία και οι πλημμύρες, αναγκάζουν τους πληθυσμούς να εγκαταλείψουν τις περιοχές που πλήγονται και να μετακινηθούν σε πυκνοκατοικημένα κέντρα, για διαμονή και αναζήτηση εργασίας. Η αυξημένη πυκνότητα πληθυσμού στα αστικά κέντρα, αυξάνει τους κινδύνους εμφάνισης και μετάδοσης επιδημιών.

  • Το λιώσιμο του παγωμένου εδάφους

Στις πολικές περιοχές, το permafrost, ένα μόνιμα παγωμένο έδαφος το οποίο αποτελείται από πάγο και οργανική ύλη, έχει αρχίσει να λιώνει, ως αποτέλεσμα της αύξησης των θερμοκρασιών. Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να απελευθερώσει ισχυρά αέρια θερμοκηπίου, όπως το μεθάνιο και να φέρει στην επιφάνεια, άγνωστα βακτήρια και ιούς. Επιπλέον, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, θα επιφέρει, με τις μετακινήσεις πληθυσμών από τις παράκτιες περιοχές, αλλαγές στα χερσαία οικοσυστήματα.

Με την κλιματική αλλαγή στον πλανήτη σε εξέλιξη, θα πρέπει οι άνθρωποι να αναμένουν περισσότερες πανδημίες στο μέλλον; 

Πολλοί επιστήμονες αναμένουν αλλαγές στη γεωγραφία και την ένταση των επιδημιών παγκόσμια. Η κλιματική και οικολογική κρίση αλλά και η παγκοσμιοποίηση, με το εμπόριο και τις διασυνδέσεις μεταξύ λαών, θα μπορούσαν να μετατρέψουν μία ενδημική νόσο σε πανδημία ή να επιτρέψουν την εμφάνιση νέων ιογενών νόσων.

Η κλιματική αλλαγή είναι μια άμεση απειλή, τόσο γεωγραφικά όσο και χρονικά. Πολεμώντας την κλιματική αλλαγή και προστατεύοντας το φυσικό μας περιβάλλον, ελαχιστοποιούμε το ενδεχόμενο μίας μελλοντικής πανδημίας.

Χριστίνα Καρούζη
Γεωγράφος-Χαρτογράφος

Η κοιλάδα της Σολιάς είναι το δημιούργημα του Καρκώτη, που πηγάζει βορειο-ανατολικά του Τροόδους και χύνεται στον κόλπο Μόρφου.  Πολύ συχνά η κοιλάδα του Ατσά, ενός άλλου μικρότερου και παράλληλου ποταμού περιλαμβάνεται στη γεωγραφική περιφέρεια της Σολιάς. Έτσι τα χωριά Άγιος Θεόδωρος και Πέτρα, που βρίσκονται στην κοιλάδα του Ατσά, μπορούν να περιληφθούν στην Σολιά.

Η κοιλάδα περνά μέσα από γάββρους, διαβάσεις και λάβες. Τα προσχωσιγενή της εδάφη, έστω και σε πολύ στενή ζώνη, δεξιά και αριστερά του ποταμού, αρχίζουν από την Κακοπετριά, για να διευρυνθούν σε έκταση στην περιοχή Πέτρας – Καλού Χωριού.  Το υψόμετρο στο πάνω μέρος της κοιλάδα είναι περίπου 800 μ., νότια της Κακοπετριάς, ενώ στο Καλό Χωρίο και Πέτρα είναι μόλις 150μ.. Αυτή η διαφορά του υψομέτρου επηρέασε μεγάλο βαθμό τις καλλιέργειες

Κατά μήκος των πλαγιών τοις κοιλάδας φυτρώνουν ποικίλα είδη φυσικής βλάστησης, όπως είναι τα πεύκα, οι ξυσταριές, οι κόνιζοι και οι τρεμιθιές.  Στο πάνω μέρος της κοιλάδα καλλιεργούνται μηλιές, αχλαδιές, καρυδιές, δαμασκηνιές, συκιές, βερυκοκίες και άλλα οπωροφόρα δέντρα.  Είναι μόνο στις όχθες της κοίτης του ποταμού που συναντώνται οι καλαμιώνες, οι λεύκες, λίγα ψηλά κυπαρίσσια και οι σκλήδροι. Στο κάτω μέρος της κοιλάδας, εκεί όπου το υψόμετρο χαμηλώνει και το κλίμα γίνεται θερμότερο, καλλιεργούνται οι μουσμουλιές, τα εσπεριδοειδή και οι ελιές.  Η ελιά κάνει την εμφάνισή της νότια της Τεμπριάς, από δε τη Ληνού και στα βόρεια εμφανίζονται τα εσπεριδοειδή. Αν και όλη η κοιλάδα είναι γνωστή για τα φρούτα και τα λαχανικά της, ειδικά η Κακοπετριά, η Γαλάτα και η Ευρύχου είναι γνωστά χωριά για τα μήλα τους.

Εκεί όπου δεν καλλιεργούνται προσοδοφόρες, αρδευόμενες καλλιέργειες, φυτεύονται σιτηρά που δέχονται και άρδευση, ιδιαίτερα κατά τους χειμωνιάτικους και ανοιξιάτικους μήνες.  Τέτοια χωριά είναι η Κοράκου, η Φλάσου, η Ληνού τα Κατύδατα, το Καλό Χωριό και η Πέτρα.  Αυτό επιτυγχάνεται χάρη στους ποταμούς Καρκώτη και Ατσά.

Η μόνη άξια αναφοράς βιομηχανική δραστηριότητα περιορίζεται στην αλλαντοποιΐα που αναπτύχθηκε στην Κακοπετριά και στην αρτοποιΐα της Γαλάτας.

Από πολύ νωρίς η Σολιά, λόγω του δροσερού κλίματος και του γραφικού, καταπράσινου τοπίου της, ιδιαίτερα λόγω της σχετικής γειτνίασής της με τη Λευκωσία, ανάπτυξε τουρισμό. Ένας μεγάλος αριθμός παραθεριστών από την Λευκωσία και τη Δυτική Κεντρική Πεδιάδα ενοικιάζουν σπίτια ή μένουν στα ξενοδοχεία της κοιλάδας κατά τους θερινούς μήνες.  Ιδιαίτερα στην Κακοπετριά και Γαλάτα ενοικιάζονται αρκετά σπίτια κατά του θερινούς μήνες. Τα ξενοδοχεία ενός, δύο και τριών αστέρων διαθέτουν στην Κακοπετριά 401 κλίνες και στη Γαλάτα 52. Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου είναι δυνατό να βοηθήσει στην κατασκευή μερικών άλλων ξενοδοχείων.

Κοντά στη Σολιά βρίσκονται γνωστά μεταλλεία, όπως του Αμιάντου, του Χρωμίου και της Σκουριώτισσας.  Η ίδρυση της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας Σκουριώτισσας ανάγεται στο 1911. Η εταιρεία είχε τα κεντρικά  της γραφεία κοντά στη Λεύκα, η δε έδρα της βρισκόταν στις ΗΠΑ. Κατ’ αρχήν η ανόρυξη άρχισε από το μεταλλείο των Σόλων, αργότερα όμως το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής προερχόταν από το μεταλλείο Μαυροβουνίου. Κατά τα τελευταία χρόνια, όταν η ανόρυξη επεξετάθηκε και στο Απλίκι, η εκμετάλλευση γινόταν με το σχέδιο ανοικτής επιφάνειας. Το μετάλλευμα μεταφερόταν σιδηροδρομικών από τα μεταλλεία στα εργοστάσια επεξεργασίας στο Ξερό, απ’ όπου και γινόταν η φόρτωση για εξαγωγή. Λόγω της τουρκικής εισβολής δε λειτουργούν πια τα μεταλλεία που διαχειρίζεται η Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία Σκουριώτισσας.

Οι χρωμίτες, που εντοπίστηκαν στην περιοχή του Ολύμπου, έτυχαν εκμετάλλευσης από το 1922 μέχρι το 1982. Ουσιαστικά, τα κοιτάσματα βρίσκονται 1,5-2 χλμ. Από τον Όλυμπο, κι είναι γνωστά ως Κοκκινόροτσος, Καννούρες και Χατζηπαύλου.  Η εκμετάλλευση γινόταν σε υπόγειες στοές, ενώ η μεταφορά του μεταλλεύματος στο εργοστάσιο εμπλουτισμού κοντά στον Άγιο Νικόλαου της Στέγης γινόταν με εναέριο μεταφορέα, μήκους 3χλμ.. Ωστόσο, η εναέρια μεταφορά αντικαταστάθηκε το 1953 από φορτηγά αυτοκίνητα. Το ορυχείο του χρωμίου τύγχανε εκμετάλλευσης από την Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία.

Σήμερα υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων της περιοχής, που διακινείται καθημερινά στη Λευκωσία για εργοδότηση.  Αυτήν τη διακίνηση, όπως είναι γνωστό επιτάχυνε το κλείσιμο του μεταλλείου Σκουριώτισσας καθώς και η ακινητοποίηση των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων του Ξερού μετά την εισβολή του 1974.

Η κοιλάδα εξυπηρετείτε με ένα δρόμο που αρχίζει από την Κακοπετριά και φτάνει μέχρι την Πεντάγια, έστω κι αν τώρα είναι κλειστός λόγω της εισβολή. Εκτός απ’ αυτόν η περιοχή συνδέεται και με το δρόμο Λευκωσίας-Τροόδους.  Ένας τρίτος δρόμος, που συνδέει τη Μαραθάσα με τη Λευκωσία, διασχίζει κάθετα την κοιλάδα.

Από τη Σειρά «Σύγχρονη Γεωγραφία της Κύπρου», Γεωγραφικές Περιοχές Κύπρου – Τόμος 5.

Η Κύπρος, σύμφωνα με μαρτυρίες αρχαίων κυρίως συγγραφέων, δέχτηκε αρκετές ονομασίες που οφείλονται είτε στα γεωμορφολογικά της χαρακτηριστικά, σε τοποθεσίες, προϊόντα του νησιού,  ζώα, ερπετά ή έντομα, μυθικά ή ιστορικά πρόσωπα, είτε σε ονομασίες ξένων επιδρομέων και εποικιστών.  Οι κυριότερες από τις ονομασίες αυτές είναι οι ακόλουθες:

1. Ακαμαντίς.

Η ονομασία αυτή αναφέρεται από τον Φιλωνίδη, τον Πλίνιο και τον Αστύνομο. Πιθανόν τ’ όνομα να οφείλεται είτε στην περιοχή του Ακάμα, στη βορειοδυτική Κύπρο, είτε στον γιο του Θησέα, τον Ακάμαντα.  Μέχρι τα μεσαιωνικά χρόνια η ονομασία αυτή χρησιμοποιείτο σ’ ενετικούς χάρτες, όπως για παράδειγμα ο χάρτης του Κορονέλλι με τον τίτλο “Acamantis Insula”.

2. Κεραστίς (Κεραστία, Κεραστιάς ή Κεράστεια).

Ο Ξεναγόρας, ο Λυκόφρων, ο Ανδροκλής, ο Στέφανος Βυζάντιος, ο Ευστάθιος και άλλοι, αναφέρονται στην ονομασία αυτή, που πιθανόν να οφείλεται στις πολλές εξοχές (άκρες) του νησιού, που τις αποκαλούσαν κέρατα.  Είναι γνωστό ότι και σήμερα η Κύπρος έχει πολλά ακρωτήρια. Δεν αποκλείεται να προέρχεται και από το δέντρο «κερατέα» ή «κερατία», τη γνωστή χαρουπιά που φυτρώνει πληθωρικά μέχρι σήμερα στην Κύπρο.

3. Ασπελία.

Την ονομασία αυτή τη χρησιμοποιεί ο Ξεναγόρας, που πιθανόν να πρόκειται για αμπέλια, μια και η Κύπρος φημιζόταν για τα κρασιά και τα σταφύλια της.  Ευνοϊκά σχόλια για τα κυπριακά κρασιά κάνει ο Πλίνιος, ενώ στα φιλολογικά κείμενα το κρασί της Κύπρου χαρακτηρίζεται με πολύ κολακευτικά επίθετα.

4. Αμαθουσία.

Την ονομασία αυτή χρησιμοποιεί ο Ξεναγόρας, ο Στέφανος Βυζαντινός και ο Πλίνιος. Προέρχεται από τη γνωστή αρχαία πόλη της Αμαθούντας που υπήρξε ένα από τα δώδεκα αρχαία βασίλεια της Κύπρου.

5. Κίτιον, χώρα Κιττιέων, Χεττιείμ.

Ο Θεοδώρητος αναφέρεται στην ονομασία Χεττιείμ, μια ονομασία που αναφέρεται επίσης από τον Ευσέβιο. Ο Ευσέβιος, ακόμα, ονομάζει την Κύπρο χώρα Κιττιέων, ενώ ο Επιφάνιος Κωνσταντίας σημειώνει πως το Κίτιον είναι το νησί των Κυπρίων.

6. Μακαρία.

Η ονομασία αυτή που αναφέρεται από τον Πλίνιο, τον Ξεναγόρα και τον Πτολεμαίο, ίσως να οφείλεται στα πλούσια αγαθά που παρήγε το νησί, κάτι που υπογραμμίζει και ο Στράβων.

7. Σφήκεια.

Ο Στέφανος Βυζάντιος. Ο Λυκόφρων και ο Φιλοστέφανος χρησιμοποιούν την ονομασία αυτή, που πιθανόν να οφείλεται στους πολλούς σφήκες που υπήρχαν στο νησί.

8. Κρύπτος.

Ο Ξεναγόρας, ο Ευστάθιος, ο Στέφανος Βυζάντιος, ο Αστύνομος και ο Πλίνιος αναφέρονται στην ονομασία αυτή που, όπως σημειώνει ο Ευστάθιος, «ονομάστηκε έτσι για το ότι το νησί είναι κρυμμένο στην θάλασσα.

9. Κολινία.

Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται από τον Αστύνομο και τον Πλίνιο.  Δεν είναι βέβαιο αν η ονομασία προέρχεται από τη λατινική λέξη «collinus»  που αποδίδει τους πολλούς λόφους της τοπογραφίας του νησιού.

10. Κύπρος.

Κατά τον Ευστάθιο, που αναφέρεται σε παλαιότερους συγγραφείς, η Κύπρος πήρε το όνομά της είτε από τον Κύπρο, το γιο του Κινύρα είτε από το φυτό χεννά που φύτρωνε στο νησί, το οποίο οι Ιουδαίοι έλεγαν κόφερ, οι δε Έλληνες κύπρο.

11. Αερία.

Κατά τον Ησύχιο, η Κύπρος ονομαζόταν Αερία, πιθανόν από τον Αερία, μυθικό πρόσωπο, ιδρυτή του ναού της Αφροδίτης, πιο αρχαίο κι απ’ αυτόν τον Κινύρα. Ίσως η ονομασία να οφείλεται και στην ομίχλη που συχνά στα παλιά χρόνια πιθανόν να κάλυπτε το νησί.

12. Νέα Ιουστινιανή.

Σύμφωνα με τον Κυπριανό, η Κύπρος ονομάστηκε και Νέα Ιουστινιανή από τη γνωστή μετακίνηση των Κυπρίων στη Μικρά Ασία και την εγκατάστασή τους κοντά στην Κύζικο, τη Νέα Ιουστινιανή, από το όνομα του Ιουστινιανού Β’, τον 7ο αιώνα μ.Χ..

Από τη Σειρά «Σύγχρονη Γεωγραφία της Κύπρου», Τόμος Α, Φυσική Γεωγραφία της Κύπρου.

Η Κύπρος κατέχει μία προνομιούχα θέση στη Μεσόγειο, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της θέσης της Κύπρου, που επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη γεωγραφία, την ιστορία και γενικά τον πολιτισμό της, είναι τα ακόλουθα:

1. Η Κύπρος βρίσκεται στο κέντρο του αρχαίου κόσμου (Αίγυπτος, Μεσοποταμία, Συρία, Παλαιστίνη, Μικρά Ασία, Ελλάδα, Κρήτη), μια ένδειξη πως από την αυγή της ιστορίας της τέθηκε αντιμέτωπη με τα πολιτιστικά ρεύματα των αρχαίων χωρών.  Η θέση της μεταξύ Αιγαίου και Ανατολής υπήρξε άλλοτε γέφυρα επαφής και επικοινωνίας κι άλλοτε διαιρετικό όριο δυο εντελώς διαφορετικών κόσμων. Δεν είναι εκπληκτικό πως ο αρχαίος πολιτισμός της Κύπρου εξηγείται από την ιδιαίτερη της γεωγραφική θέση.

Οι σχέσεις, ιδιαίτερα οι εμπορικές, της Κύπρου με τους Μυκηναίους από το 14ο αιώνα π.Χ. έθεσαν στερεές βάσεις για πολιτιστική συνεργασία, από δε το 12ο αιώνα η Κύπρος βρίσκεται στην ουσία μέσα στα σύνορα της Ελλάδας και μαζί βέβαια της Ευρώπης.

Η άφθονη παρουσία χαλκού στην Κύπρο κι η ιδιαίτερη θέση του νησιού μεταξύ Ανατολής και Δύσης συνέβαλαν στην κατάκτηση της Κύπρου από πολλού λαούς της Ανατολής, όπως ήταν οι Φοίνικες, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες.

Εξάλλου, η Κύπρος ενήργησε ως σταθμός ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. τόσο στους αρχαίους. όσο και στους μεσαιωνικούς χρόνους. Τόσο η ευφορία της Κύπρου, όσο και η γειτνίασή της με τους Αγίους Τόπους την κατέστησαν χώρο ανεφοδιασμού, ορμητηρίου και καταφυγίου για τους Σταυροφόρους της Παλαιστίνης.

2. Η διώρυγα του Σουέζ βρίσκεται στα νότια και σε σχετικά μικρή απόσταση από την Κύπρο. Η διώρυγα που ανοίχθηκε το 1869, επέτρεψε στη Μεσόγειο Θάλασσα να επικοινωνεί όχι μόνο με τον Ατλαντικό Ωκεανό αλλά και με τον Ινδικό. Η αρτηρία Μεσογείου – Ερυθράς Θάλασσας – Ινδικού Ωκεανού συνέβαλε στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου.  Αναπόφευκτα, η Κύπρος απέκτησε στρατηγική σημασία εξαιτίας της γειτνίασής της προς τη διεθνή αυτή εμπορική οδό.

3. Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες της Μέσης Ανατολής βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση από την Κύπρο.  Το πετρέλαιο, το πολύτιμο τούτο είδος ενέργειας, διακινείται προς την Ευρώπη είτε μέσω πετρελαιαγωγών που καταλήγουν στ’ ανατολικά της Κύπρου.

Το γεγονός ότι γεωπολιτικά η Κύπρου βρίσκεται σ’ ένα χώρο ύψιστης οικονομικής στρατηγικής και πολιτικής σημασίας, όπως είναι η Μέση Ανατολή και η Ανατολική Μεσόγειος, έχει προσδώσει στην Κύπρο σοβαρές διαστάσεις.

4. Η θαλάσσια αρτηρία Μαύρης Θάλασσας-Βοσπόρου-Προποντίδας-Δαρδανελλίων-Αιγαίου-Μεσογείου, βρίσκεται πολύ κοντά στα βορειο-δυτικά της Κύπρου.  Η υδάτινη αυτή αρτηρία στους αρχαίους χρόνους συνέβαλε στην εξάπλωση του ελληνικού αποικισμού και του εμπορίου.

5. Η χερσαία αρτηρία Μεσογείου-Περσικού Κόλπου, μέσω των κοιλάδων Ορόντη, Ευφράτη και Τίγρη βρίσκεται στ’ ανατολικά της Κύπρου. Οι εμπορικές και άλλες σχέσεις, ιδιαίτερα της Βόρειας Συρίας και της Μεσοποταμίας μ’ άλλες χώρες της Μεσογείου, αναπτύχθηκαν στο παρελθόν μέσω της αρτηρίας αυτής.

6. Η θέση της Κύπρου μεταξύ τριών ηπείρων (Ευρώπης, Ασίας, Αφρικής), της επιτρέπει από τη μια να παρακολουθεί από πολύ κοντά τα σύγχρονα πολιτιστικά ρεύμα της Ευρώπης και από την άλλη να συνάπτει εμπορικές σχέσεις με τα κράτη της Αφρικής και Ασίας.

7. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επεκτείνει τα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ανατολική Μεσόγειο, διευρύνει και διευκολύνει τις εμπορικές σχέσεις της Ευρώπης με τη Μέση Ανατολή και εμπλουτίζει την πολιτιστική κληρονομιά της Ε.Ε.

Από τη Σειρά «Σύγχρονη Γεωγραφία της Κύπρου», Τόμος Α, Φυσική Γεωγραφία της Κύπρου.

Η Γεωλογία της Κύπρου είναι ιδιαίτερα συναρπαστική μια και ορισμένες πτυχές της είναι, όχι μόνο ενδιαφέρουσες, αλλά σπάνιες και μοναδικές.  Η γεωλογία της Κύπρου μπορεί να εξεταστεί με βάση τις τέσσερις βασικές περιοχές, δηλαδή το Οφιολιθικό Σύμπλεγμα του Τροόδους, την Οροσειρά της Κερύνειας, την Κεντρική πεδιάδα (Μεσαορίας) και το Σύμπλεγμα των Μαμωνιών.

Οφιολιθικό Σύμπλεγμα Τροόδους

Το Οφιολιθικό Σύμπλεγμα Τροόδους τράβηξε την προσοχή των γεωλόγων, για μερικές δεκαετίες τώρα, λόγω της ιδιαίτερης δομής του.  Θεωρείται ότι αποτελεί μέρος του αρχαίου ωκεάνιου φλοιού και του ανώτερου μανδύα της της.  Ιδιαίτερα η σύσταση της σειράς των πετρωμάτων που αποτελούν το Οφιολιθικό Σύμπλεγμα του Τροόδους είναι γενικά παρόμοια της σειράς που βρίσκεται στους φλοιούς των ωκεανών.  Έτσι η μελέτη του Συμπλέγματος αποδείχτηκε πολύ ενδιαφέρουσα και αναγκαία,  τόσο για την ερμηνεία των σημερινών ωκεανών όσο και για την κατανόηση των ορογενετικών διεργασιών.

Ο όρος «οφιόλιθος», από τις ελληνικές λέξεις «όφις» και «λίθος», χρησιμοποιήθηκε γιατί ο σερπεντινίτης, που είναι ένα πολύ κοινό πέτρωμα των οφιολίθων, ομοιάζει με το δέρμα του φιδιού.  Ο όρος ωστόσο τροποποιήθηκε, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1960, ώστε να περιλάβει μερικά άλλα πετρώματα που πιστεύεται ότι αποτελούν κομμάτια τόσο του ωκεάνιου φλοιού, όσο και του ανωτέρου μανδύα της γης.  Το γεγονός λοιπόν ότι τα πετρώματα του Οφιολίθου του Τροόδους είναι σήμερα εκτεθειμένα στην επιφάνεια της Κεντρικής Οροσειράς της Κύπρου και αποτελούν υπαίθριο γεωλογικό μουσείο για τους επιστήμονες, είναι ένας σημαντικός λόγος ώστε να μελετηθούν και να ερμηνευτεί ο ωκεάνιος φλοιός της γης, κάτι που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν εντελώς ανέφικτο, λόγω του βάθους των εκατοντάδων χιλιομέτρων όπου βρίσκονται.

Ο ωκεανός στον οποίο δημιουργήθηκε ο φλοιός του Τροόδους είναι γνωστός ως Τηθύς, που εκτεινόταν από την Ισπανία μέχρι τα Ιμαλάια και στην πραγματικότητα αποτελεί τη διαχωριστική ζώνη μεταξύ δυο τεκτονικών πλακών. Σήμερα οι γεωλόγοι και οι γεωμορφολόγοι πιστεύουν στην θεωρία των Λιθοσφαιρικών Πλακών.  Η επιφάνεια της γης υποδιαιρείται σε αριθμό πλακών που περιλαμβάνει και τμήμα του ανώτερου μανδύα της γης.  Οι πλάκες αυτές, πάχους 70-10 χλμ. Είναι άκαμπτες, αν και μπορούν να υποστούν αλλοιώσεις στην περιφέρειά τους.  Στην προκειμένη περίπτωση η Τηθύς διαχώριζε τις πλάκες της Ευρασίας και της Αφρικής. Οι δύο αυτές πλάκες πλησίασαν η μια την άλλη και η κατάδυση της Αφρικανικής πλάκας ή πιθανόν άλλης μικρότερης πλάκας κάτω από την Ευρασιατική, συνέβαλε στην ανύψωση και την αποκοπή τμήματος του ωκεάνιου φλοιού και μέρους του ανώτερου μανδύα της γης.  Η ανύψωση ήταν σταδιακή και συνέβηκε κατά την Αλπική Ορογένεση.  Όταν η ορογένεση σταμάτησε, η Κύπρος άρχισε να ανυψώνεται μαζί με το Τρόοδος. Ήταν ύστερα από αρκετά εκατομμύρια χρόνια διάβρωσης και αποσάθρωσης που η οροσειρά του Τροόδους έφθασε στο σημερινό της υψόμετρο. Ωστόσο, η ανύψωση επαναλήφθηκε και κατά την Πλειστόκαινη περίοδο, δηλαδή πριν 2 εκατομμύρια χρόνια κι ακόμα συνεχίζεται.  Εξαιτίας λοιπόν αυτής της συνεχούς και αδιάκοπης διάβρωσης ο θόλος του Τροόδους διαβρώθηκε, σε σημείο που τα παλαιά πετρώματα του ωκεάνιου φλοιού να βρίσκονται εκτεθειμένα με την εξής σειρά από κάτω προς τα πάνω: χαρτσοβουργίτης, δουνίτης, βερλίτης, πυροξενίτης, γάββρος, πλαγιογρανίτης, διαβάσης, πίλλοου-λάβες.

Οροσειρά του Πενταδακτύλου

Η οροσειρά του Πενταδακτύλου, που αναπτύσσεται ανατολικά του Κορμακίτη μέχρι την Καρπασία, σ’ ένα πλάτος κάπου 5 χλμ. και σε μια μέση απόσταση από τις ακτές 8 περίπου χλμ., αποτελεί τμήμα της Αλπικής Ορογενετικής ζώνης που εκτείνεται από τα Πυρηναία μέχρι τα Ιμαλάια.  Αρχικά τα πετρώματα της οροσειράς αυτής, που είναι πολύ παλαιά, είχαν εναποτεθεί βορειότερα των σημερινών ακτών της Κερύνειας.  Η σειρά των πετρωμάτων αποτελείται από αλλόχθονους ιζηματογενείς σχηματισμούς, που η ηλικία τους κυμαίνεται από την Πέρμιο εποχή (πριν 280 εκατομμύρια χρόνια) μέχρι τη Μέση Μειόκαινη (πριν 15 εκατομμύρια χρόνια), καθώς και μεταμορφωμένα πετρώματα άγνωστης ηλικίας.

Υπολογίζεται ότι πριν 70 περίπου εκατομμύρια χρόνια, εξαιτίας μιας σύγκρουσης των πλακών της Ευρασιατικής και Αφρικανικής και κατ’ επέκταση των μικρών λιθοσφαιρικών πλακών που παρεμβάλλονταν μεταξύ τους, επήλθε σύγκρουση μιας απ’ αυτές με το φλοιό του Τροόδους. Έτσι δημιουργήθηκαν, ως αναμενόταν, ισχυρές τεκτονικές διαταραχές που είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταμόρφωση των ιζηματογενών ασβεστολίθων, την πτύχωση και τον κατατεμαχισμό των ιζηματογενών πετρωμάτων του Πενταδακτύλου και κυρίως την εξώθηση νοτιότερα των αρχικών πετρωμάτων. Για πρώτη φορά η ξηρά αναδύθηκε πάνω από τη θάλασσα.

Από τη Σειρά «Σύγχρονη Γεωγραφία της Κύπρου», Τόμος Α, Φυσική Γεωγραφία της Κύπρου.

Περιδιαβάζοντας το ανατολικό τμήμα του Ακάμα

Ιδέες για εξορμήσεις από τη Σειρά «Περιδιαβάζοντας την Κύπρο – ΠΑΦΟΣ»

Ο Ακάμας, η δυτική εσχατιά της Κύπρου, δεν ξεχωρίζει μόνο γιατί ακόμα φιλοξενεί στο γαλήνιο τοπίο της τα σπάνια αυτοφυή φυτά και τα ποικίλα είδη πανίδας. Ούτε και το ιδιαίτερο του χαρακτηριστικό είναι η «παρθενικότητα» του τοπίου, αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένας τέτοιος όρος σε μια περιοχή που κατοικήθηκε από τους νεολιθικούς ή τουλάχιστον τους χαλκολιθικούς χρόνους και γνώρισε μέρες πληθυσμιακής ακμής τόσο κατά την ελληνιστική–ρωμαϊκή περίοδο όσο και κατά την βυζαντινή.

Ο άνθρωπος που κατοίκησε από νωρίς την περιοχή αυτή κι έκτισε οικισμούς –έστω κι αν τώρα εξαφανίστηκαν– άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της παρουσίας του, που σήμερα αποτελούν τα πολιτιστικά μνημεία του Ακάμα.

Με αφετηρία το Νέο Χωριό ξεκινούμε τη γνωριμία μας με το ανατολικό τμήμα του Ακάμα. Στα δυτικά του χωριού και σε σχετικά κοντινή απόσταση βρίσκεται ο Άγιος Μηνάς. Η παρουσία πηγής και σημαντικών πεδινών εκτάσεων γύρω από τη σημερινή ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Μηνά δικαιολογεί την ύπαρξη κάποιου οικισμού που πιθανόν να αναπτύχθηκε πριν πολλά χρόνια. Αξιοσημείωτα στοιχεία η καμαροσκέπαστη μικρή εκκλησία με τις φθαρμένες τοιχογραφίες, αλλά και τα ευκρινή θεμέλια της πιο μεγάλης εκκλησίας, που ορθωνόταν στον ίδιο χώρο πριν πολλά χρόνια. Μια τέτοια εκκλησία θα πρέπει να εξυπηρετούσε ένα σχετικά μεγάλο εκκλησίασμα.

Στα δυτικά του Αγίου Μηνά, προβάλλει ο Πίσσουρος, 419μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, ο οποίος αποτελεί μέρος της κεντρικής κορυφογραμμής του Ακάμα. Πλαισιώνεται με τη χαμηλή φυσική βλάστηση της χερσονήσου. Ο Πίσσουρος κατά την παράδοση, πήρε το όνομα από το βαθύ σκοτάδι που πλάκωσε την περιοχή, όταν συναντήθηκαν ο Άδωνης και η Αφροδίτη. Είναι άλλωστε, πολλές οι παραδόσεις για τον Διγενή και τη Ρήγαινα ή για την Αφροδίτη και τον Άδωνη, ίσως περισσότερες εδώ στο Ακάμα παρά σ’ οποιαδήποτε άλλη περιοχή του νησιού. Όμως αν και το σκοτάδι δε βοήθησε τους δυο εραστές, κάπου πιο πέρα στις Σμιγιές «έσμιξαν».

Οι Σμιγιές, μια όμορφη μικρή κοιλάδα, πλαισιωμένη με πεύκα, κυπαρίσσια και σχίνους, βρίσκεται στα βόρεια του Πίσσουρου, πολύ κοντά στα ερειπωμένα σπίτια του άλλοτε δασικού σταθμού. Από μια πηγή αναβλύζει δροσερό νερό, ενώ το θρόισμα των πεύκων σπάζει τη μονοτονία της μοναξιάς. Οι υποτυπώδεις ανέσεις προσφέρουν καταφύγιο στους λίγους εκδρομείς, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες. Στις Σμιγιές, όπως και στις γειτονικές περιοχές συχνάζουν οι κάτοικοι των περιχώρων στην κατάλληλη εποχή να μαζέψουν τα νόστιμα μανιτάρια του Ακάμα.

Όχι πολύ μακριά από τις Σμιγιές και προτού ένας φτάσει στη Μαύρη Σιηνιά βρίσκονται τα θεμέλια μιας εκκλησίας, που κατά την παράδοση, είναι αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή. Στη σημερινή της κατάσταση δεν έχει τίποτε να επιδείξει, εκτός από το να επιβεβαιώσει μια άλλη ισχυρή παράδοση πως «στην περιοχή του Ακάμα υπήρχαν κατά την βυζαντινή περίοδο 101 εκκλησίες από τις οποίες μια είναι κρυμμένη». Αυτά όλα τα τοπωνύμια και τα θεμέλια που’ ναι συνδεδεμένα με εκκλησίες καθώς και τα τοπωνύμια και οι παραδόσεις για τον Διγενή και την Ρήγαινα, είναι μια άλλη τρανή απόδειξη πως η περιοχή κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήταν σχετικά πυκνοκατοικημένη.

Συνεχίζοντας την περιδιάβαση κατά μήκος της κορυφογραμμής, αγναντεύεις τόσο τα δυτικά όσο και τα ανατολικά παράλια της χερσονήσου, διασχίζεις πυκνή αλλά και αραιή βλάστηση και συναντάς μικρά και μεγάλα σκόρπια βράχια, προτού φθάσεις στο Βουνί της Σωτήρας, πολύ κοντά στ’ ανατολικά ακρογιάλια. Η θέα από το λόφο της Σωτήρας είναι πανοραμική. Εικόνες ασύλληπτης ομορφιάς ξετυλίγονται μπροστά σου. Άφθονο φώς, ξέχωρα χρώματα και σπάνια σχήματα είναι το χαρακτηριστικό της θέας. Βρίσκεσαι μεταξύ των Λουτρών της Αφροδίτης και της Φοντάνα Αμορόζα. Πιο πέρα ένα όμορφο μικρό νησάκι, εκείνο του Αγίου Γεωργίου, μόλις ξεπροβάλλει πάνω από τα νερά της θάλασσας.

Στα νότια της Σωτήρας, βρίσκεται ο Πύργος της Ρήγαινας με τα κατάλοιπα τοίχων να ορθώνονται κάπου ψηλά. Ο Ι. Κ. Περιστιάνης αναφέρεται σε τοιχογραφίες που’ χουν προφανώς τώρα φθαρεί, μνημονεύει δε μία εκκλησία που βρισκόταν κοντά στον Πύργο της Ρήγαινας, ίσως μοναστήρι ή αρχοντικό κάποιου φεουδάρχη, χωρίς να έχει ακόμα διαλευκανθεί. Στη σημερινή της όμως κατάσταση η οικοδομή διατρέχει κίνδυνο να καταστραφεί και να χαθούν τα ιστορικά νήματα που κάποτε θα μας οδηγήσουν στον αρχικό της προορισμό.

Η παράταση του οδοιπορικού, έστω και μέσα από στενούς, χωμάτινους δρόμους που δύσκολα τους διανύει ένα συνηθισμένο όχημα, γίνεται σχεδόν υποχρεωτική, σαν γνωρίζεις εκ των προτέρων πως μόνο λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα βρίσκεται η πολυθρύλητη Φοντάνα Αμορόζα. Την προσεγγίζεις από τα νότια κάτω από τα χάδια της δροσιστικής αύρας, καθώς διασχίζεις ένα κομμάτι του δάσους που πλαισιώνεται από ιδιωτικές εκτάσεις γης. Τα καμπουριασμένα πεύκα είναι κι αυτά μια μαρτυρία της αιολικής ενέργειας, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες. Τα δαντελένια ακρογιάλια γύρω από την Φοντάνα Αμορόζα, το βαθύ γαλάζιο χρώμα της θάλασσας, που κάπου παίρνει το χρώμα του σμαραγδιού κι αλλού του σοδάλιθου, η ηρεμία του τοπίου που βρίσκεται κάτω από τη σκιά των λόφων του κεντρικού τμήματος του Ακάμα, όλα δημιουργούν το ιδιάζον, το αλλιώτικο τοπίο της «Πηγής του Έρωτα». Προσθέτουν ακόμα στη γοητεία της Πηγής το μικρό νησάκι της Χαμηλής, οι όρμοι γύρω με τη λεπτόκοκκο άσπρο άμμο, οι ορθόκοφτοι μικροί βράχοι με τα σπήλαια, οι πλατφόρμες της διάβρωσης και πολλά άλλα γνήσια χαρακτηριστικά της θαλάσσιας διάβρωσης.

Η Φοντάνα Αμορόζα είναι η περιοχή με τα όμορφα γαλήνια νερά, το καταφύγιο όπου θα μπορούσαν σε παλιές ιστορικές εποχές να προστατευτούν τα καράβια σε ώρες τρικυμίας και η περιοχή με μια πηγή όπου μπορούσαν οι ναυτικοί να ξεδιψάσουν ή να ανεφοδιαστούν με νερό. Είναι εξάλλου, ένας ιδεώδης χώρος για θαλάσσια μπάνια. Αν η παράδοση περιορίζεται στα θαλάσσια λουτρά της θεάς της ομορφιάς και της αγάπης, σ’ ένα ειδυλλιακό απόμερο περιβάλλον, ο χώρος της Φοντάνα Αμορόζα είναι ιδανικός. Όμως η μικρή πηγή νερού που τώρα βρίσκεται λίγα μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, έστω κι αν σε περασμένους αιώνες ανάβλυζε πιο ψηλά από το σημείο επαφής των πετρωμάτων, δεν μπορεί να συγκριθεί με τις ομορφιές της φυσικής πηγής στα Λουτρά της Αφροδίτης κοντά στους Δυο Ποταμούς.

Η περιοχή του Αγίου Νικολάου στα νότιο-ανατολικά της Φοντάνα Αμορόζα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα παράκτια λωρίδα γης με άφθονα σπασμένα κομμάτια κεραμικής, δείγμα πιθανόν παλιού οικισμού. Διαθέτει μια πολύ σπάνια ακρογιαλιά με εναλλασσόμενους μικρούς αμμώδεις ορμίσκους και βραχώδεις γκρεμούς, πλαισιωμένους με νησάκια και απομονωμένους βράχους, που μόλις ξεπροβάλλουν πάνω από τα νερά της θάλασσας. Είναι έκδηλη η λατόμευση του ασβεστολιθικού ψαμμίτη σε παλιές ιστορικές εποχές. Σε μια περίπτωση η λατόμευση έγινε με τέτοιο μαεστρικό τρόπο, ώστε να παραμείνει δίπλα στην ακτή ένα αμφιθεατρικό σχήμα, που εύκολα θα μπορούσε να εκληφθεί ως παλιό θέατρο.

Η περιδιάβαση μέχρι τη Φοντάνα Αμορόζα επιβάλλεται. Η Πηγή του Έρωτα αναφέρεται στη Θεά της Κύπρου. Και αν η Θεά Αφροδίτη, από την αυγή της κυπριακής ιστορίας και πιο μπροστά, έζησε σε τούτη την απόμερη γωνία του νησιού, η δε Ρήγαινα διαφέντευε την περιοχή στα μεσαιωνικά χρόνια, εμείς δεν μπορούμε, στο πείσμα του χρόνου, να αποφύγουμε μια γνωριμία μαζί της.

Περισσότερες ταξιδιωτικές ιδέες για αποδράσεις στη σειρά « Περιδιαβάζοντας την Κύπρο – Πάφος»

© 2025 SELAS PUBLICATIONS LTD. All Rights Reserved. Website Designed & Developed by Ruxbo